ωμοφόριο

ωμοφόριο
ωμοφόριο το
омофор – архиерейское облачение, носимое на плечах. Это длинный и широкий плат с изображением креста, одеваемый поверх других архиерейских одежд и опускающийся одним концом спереди, другим сзади. Он изображает собой заблудшую овцу, которую добрый пастырь (Лк. 15, 4-7) возложил на плечи и принес в дом, что означает спасение Иисусом Христом рода человеческого
Этим.
< ώμος + -φορος < φέρω «плечо + носить»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ωμοφόριο" в других словарях:

  • ωμοφόριο — Κάλυμμα των ώμων (σάρπα), άμφιο. Πρόκειται για στενόμακρο ύφασμα, πολυτελές και στολισμένο με σταυρούς και κρόσσια. Το φορούν οι αρχιερείς της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, έτσι ώστε το ένα άκρο του να κρέμεται μπροστά και το άλλο πίσω. * * * το /… …   Dictionary of Greek

  • ωμοφόριο — το αρχιερατικό άμφιο που τοποθετείται στους ώμους και περιβάλλει τον τράχηλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιβόλαιος — ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. το περιβόλαιον εκκλ. υφασμάτινο λινό κάλυμμα για το κεφάλι, τον αυχένα και τους ώμους τών μοναχών στην εποχή τής ακμής τού μοναχισμού, κατά τον 4ο και 5ο αιώνα, το οποίο ονομαζόταν και ωμοφόριο ή πάλλιο και από το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • επωμίδα — η (AM ἐπωμίς) φρ. «επωμίδες ιστού» κομμάτια ξύλου, προσαρμοσμένα γύρω από τη στήλη τού ιστού τού σκάφους. Χρησιμεύουν για τη στήριξη εκ τών κάτω τού θωρακίου και τών δίζυγων τού ιστού νεοελλ. 1. πλέγμα με τα διακριτικά τού βαθμού που… …   Dictionary of Greek

  • επώμιο — το (AM ως επίθ. ἐπώμιος, ον) νεοελλ. μικρό ορθογώνιο ύφασμα στους ώμους τών στρατιωτικών χιτωνίων και τής μικρής στολής τών αξιωματικών με τα διακριτικά τής μονάδας και τού βαθμού αρχ. μσν. 1. ο επωμάδιος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπώμιον το ωμοφόριο …   Dictionary of Greek

  • μαντίον — και μανδίον, τὸ (AM, Μ και μανδίν και μαντίν και μαντί) μανδύας, χλαμύδα την οποία οι στρατηγοί και άλλοι αρχηγοί τού στρατού φορούσαν πάνω από την πανοπλία μσν. 1. μακρύς γυναικείος μανδύας 2. κάλυμμα τού προσώπου, βέλο 3. κυκλοειδές ωμοφόριο… …   Dictionary of Greek

  • μαντοφόρος — μαντοφόρος, ὁ (Μ) (για κληρικούς) αυτός που φορά μαντί, κυκλοειδές ωμοφόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαντί + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • ωμόφορον — τὸ, ΜΑ βλ. ωμοφόριο …   Dictionary of Greek

  • Δομινικανοί — Μοναχικό τάγμα που ονομάζεται επίσης Αδελφοί κήρυκες. Ιδρύθηκε το 1206 από τον άγιο Δομίνικο (βλ. λ. Δομίνικος ντι Γκουθμάν). Στόχος της θρησκευτικής αυτής κίνησης, πέρα από τη διδασκαλία και το κήρυγμα, ήταν ο αγώνας εναντίον των αιρέσεων του… …   Dictionary of Greek

  • Καρμηλίτες — Καθολικοί μοναχοί του τάγματος που ιδρύθηκε περίπου το 1150 στο όρος Κάρμελ (βλ. λ.) της Παλαιστίνης από τον Ιταλό σταυροφόρο Μπερτόλντο της Καλαβρίας, ο οποίος εγκαταστάθηκε εκεί με δέκα συντρόφους του. Ο αυστηρός κανόνας που όφειλαν να… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εκκλησιαστικό Εκατονταπυλιανής Πάρου — Η εκκλησία της Εκατονταπυλιανής (ονομασία που πήρε από τις εκατό πύλες που, σύμφωνα με την παράδοση, είχε) ή Καταπολιανής (που σημαίνει κατά την πόλη, δηλαδή προς το μέρος της αρχαίας πόλης) θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»